1. Λέξη
    αποτελειώνω (ρήμα) - (παρόμοια: αποτελειώσω - τελειώνω - απογειώνω - αποτελώ - αποβιώνω - αποτυπώνω - αποζημιώνω)
  2. Συνώνυμα
    • ολοκληρώνω
    • τελειώνω
    • καταλήγω
    • εκτελώ
    4
  3. Αντώνυμα
    • αρχίζω
    • ξεκινώ
    • επιχειρώ
    3
  4. Ορισμός
    • Φέρνω κάτι στο τέλος του, ολοκληρώνω μια διαδικασία ή μια ενέργεια.
    • Τελειώνω μια εργασία ή μια δραστηριότητα.
    • Καταστρέφω ή εξοντώνω κάτι ή κάποιον.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Αποτελείωσα τη δουλειά μου πριν φύγω.
    • Η ομάδα αποτελείωσε το έργο εγκαίρως.
    • Ο πόλεμος αποτελείωσε πολλές ζωές.
    3