Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποτελειώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποτελειώσω
-
τελειώνω
-
απογειώνω
-
αποτελώ
-
αποβιώνω
-
αποτυπώνω
-
αποζημιώνω
)
Συνώνυμα
ολοκληρώνω
τελειώνω
καταλήγω
εκτελώ
4
Αντώνυμα
αρχίζω
ξεκινώ
επιχειρώ
3
Ορισμός
Φέρνω κάτι στο τέλος του, ολοκληρώνω μια διαδικασία ή μια ενέργεια.
Τελειώνω μια εργασία ή μια δραστηριότητα.
Καταστρέφω ή εξοντώνω κάτι ή κάποιον.
3
Παραδείγματα
Αποτελείωσα τη δουλειά μου πριν φύγω.
Η ομάδα αποτελείωσε το έργο εγκαίρως.
Ο πόλεμος αποτελείωσε πολλές ζωές.
3