Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απομακρύνω (ρήμα) - (παρόμοια:
απομακρύνομαι
-
απομακρυνθώ
-
αποθαρρύνω
-
απομακρυσμένος
-
απομένω
)
Συνώνυμα
αποσπώ
απομακρύνομαι
απομακρύνω
απομακρύνω από
4
Αντώνυμα
πλησιάζω
προσεγγίζω
έρχομαι πιο κοντά
3
Ορισμός
Κάνω κάποιον ή κάτι να αφαιρεθεί από μια συγκεκριμένη θέση ή περιοχή.
Απομακρύνω κάποιον από μια θέση ή αξίωμα.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος απομάκρυνε τον μαθητή από την τάξη λόγω της συμπεριφοράς του.
Η κυβέρνηση απομάκρυνε τον υπουργό από τη θέση του.
2