Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποκόβω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποκόψω
-
αποκτώ
-
αποκόλληση
)
Συνώνυμα
κόβω
διακόπτω
αποσπώ
3
Αντώνυμα
ενώνω
συνδέω
συγκολλώ
3
Ορισμός
Κόβω κάτι από ένα μεγαλύτερο σύνολο ή από μια μεγαλύτερη επιφάνεια.
Διακόπτω μια σχέση ή μια επικοινωνία με κάποιον ή κάτι.
Αφαιρώ ένα τμήμα από ένα ολόκληρο.
3
Παραδείγματα
Αποκόβω ένα κομμάτι ψωμί για να φάω.
Αποκόβω κάθε επαφή με ανθρώπους που με εκμεταλλεύονται.
Αποκόβω ένα κομμάτι χαρτί για να το χρησιμοποιήσω.
3