1. Λέξη
    αποκτώ (ρήμα) - (παρόμοια: αποκαθιστώ - αποκόβω - αποκόψω - αποκαλώ)
  2. Συνώνυμα
    • κτώμαι
    • αποκτώ
    • κερδίζω
    • προσλαμβάνω
    4
  3. Αντώνυμα
    • χάνω
    • αποβάλλω
    • εγκαταλείπω
    3
  4. Ορισμός
    • Να γίνεις κάτοχος κάτι, να αποκτήσεις κάτι.
    • Να αποκτήσεις μια ικανότητα, μια ιδιότητα ή μια κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αποκτώ μια νέα εμπειρία.
    • Αποκτώ γνώσεις μέσα από την εργασία μου.
    2