Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποκτώ (ρήμα) - (παρόμοια:
αποκαθιστώ
-
αποκόβω
-
αποκόψω
-
αποκαλώ
)
Συνώνυμα
κτώμαι
αποκτώ
κερδίζω
προσλαμβάνω
4
Αντώνυμα
χάνω
αποβάλλω
εγκαταλείπω
3
Ορισμός
Να γίνεις κάτοχος κάτι, να αποκτήσεις κάτι.
Να αποκτήσεις μια ικανότητα, μια ιδιότητα ή μια κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Αποκτώ μια νέα εμπειρία.
Αποκτώ γνώσεις μέσα από την εργασία μου.
2