Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποκόψω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποκόβω
-
αποκτώ
-
αποκόλληση
)
Συνώνυμα
κόβω
διακόπτω
αποχωρίζω
3
Αντώνυμα
ενώνω
συνδέω
συγκολλώ
3
Ορισμός
Κόβω κάτι από ένα μεγαλύτερο σύνολο.
Διακόπτω μια σχέση ή επαφή.
Απομακρύνω κάποιον ή κάτι με απότομο τρόπο.
3
Παραδείγματα
Αποκόψε ένα κομμάτι ψωμί για να φας.
Αποκόψαμε κάθε επαφή με τον πρώην συνεργάτη μας.
Ο γιατρός αποκόβει το κατεστραμμένο μέλος.
3