1. Λέξη
    αποκόψω (ρήμα) - (παρόμοια: αποκόβω - αποκτώ - αποκόλληση)
  2. Συνώνυμα
    • κόβω
    • διακόπτω
    • αποχωρίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ενώνω
    • συνδέω
    • συγκολλώ
    3
  4. Ορισμός
    • Κόβω κάτι από ένα μεγαλύτερο σύνολο.
    • Διακόπτω μια σχέση ή επαφή.
    • Απομακρύνω κάποιον ή κάτι με απότομο τρόπο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Αποκόψε ένα κομμάτι ψωμί για να φας.
    • Αποκόψαμε κάθε επαφή με τον πρώην συνεργάτη μας.
    • Ο γιατρός αποκόβει το κατεστραμμένο μέλος.
    3