Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απομακρυνθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
απομακρύνω
-
απομακρυσμένος
-
απομακρύνομαι
)
Συνώνυμα
αποχωρώ
φεύγω
αποσύρομαι
απομακρύνομαι
4
Αντώνυμα
πλησιάζω
προσεγγίζω
έρχομαι κοντά
3
Ορισμός
Να μετακινηθώ σε μεγαλύτερη απόσταση από κάποιον ή κάτι.
Να αφήσω μια θέση ή μια κατάσταση.
Να απομακρυνθώ συναισθηματικά ή ψυχολογικά.
3
Παραδείγματα
Αποφάσισα να απομακρυνθώ από την πόλη για να ζήσω σε ένα πιο ήσυχο μέρος.
Μετά τη συζήτηση, ένιωσα την ανάγκη να απομακρυνθώ για λίγο.
Ο γιατρός του συνέστησε να απομακρυνθεί από τα γεύματα με υψηλή θερμιδική αξία.
3