1. Λέξη
    απομακρυνθώ (ρήμα) - (παρόμοια: απομακρύνω - απομακρυσμένος - απομακρύνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • αποχωρώ
    • φεύγω
    • αποσύρομαι
    • απομακρύνομαι
    4
  3. Αντώνυμα
    • πλησιάζω
    • προσεγγίζω
    • έρχομαι κοντά
    3
  4. Ορισμός
    • Να μετακινηθώ σε μεγαλύτερη απόσταση από κάποιον ή κάτι.
    • Να αφήσω μια θέση ή μια κατάσταση.
    • Να απομακρυνθώ συναισθηματικά ή ψυχολογικά.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Αποφάσισα να απομακρυνθώ από την πόλη για να ζήσω σε ένα πιο ήσυχο μέρος.
    • Μετά τη συζήτηση, ένιωσα την ανάγκη να απομακρυνθώ για λίγο.
    • Ο γιατρός του συνέστησε να απομακρυνθεί από τα γεύματα με υψηλή θερμιδική αξία.
    3