Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απομακρυσμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
απομακρυνθώ
-
απομονωμένος
-
αποκλεισμένος
-
αποφασισμένος
-
απομακρύνω
)
Συνώνυμα
απομονωμένος
αποκομμένος
μακρινός
3
Αντώνυμα
κοντινός
προσβάσιμος
κεντρικός
3
Ορισμός
Που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από άλλους ή από ένα κεντρικό σημείο.
Που είναι απομονωμένος ή δεν έχει εύκολη πρόσβαση.
2
Παραδείγματα
Το χωριό ήταν πολύ απομακρυσμένο από την πόλη.
Ζούσε σε μια απομακρυσμένη περιοχή χωρίς ηλεκτρισμό.
2