1. Λέξη
    απομακρυσμένος (επίθετο) - (παρόμοια: απομακρυνθώ - απομονωμένος - αποκλεισμένος - αποφασισμένος - απομακρύνω)
  2. Συνώνυμα
    • απομονωμένος
    • αποκομμένος
    • μακρινός
    3
  3. Αντώνυμα
    • κοντινός
    • προσβάσιμος
    • κεντρικός
    3
  4. Ορισμός
    • Που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από άλλους ή από ένα κεντρικό σημείο.
    • Που είναι απομονωμένος ή δεν έχει εύκολη πρόσβαση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το χωριό ήταν πολύ απομακρυσμένο από την πόλη.
    • Ζούσε σε μια απομακρυσμένη περιοχή χωρίς ηλεκτρισμό.
    2