Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απομονώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
απομονώνω
-
αποδώσω
-
απομονωμένος
)
Συνώνυμα
αποσπώ
διαχωρίζω
ξεχωρίζω
3
Αντώνυμα
ενώνω
συνδέω
συγχωνεύω
3
Ορισμός
Να κάνω κάποιον ή κάτι να βρίσκεται μακριά από άλλους ή από άλλα πράγματα.
Να διαχωρίζω κάποιον ή κάτι από μια ομάδα ή ένα σύνολο.
2
Παραδείγματα
Θα απομονώσω τον ασθενή για να μην κολλήσουν και οι υπόλοιποι.
Πρέπει να απομονώσουμε τα προβληματικά δείγματα για περαιτέρω ανάλυση.
2