Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απομονωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
μεμονωμένος
-
απομακρυσμένος
-
αποκομμένος
-
ενωμένος
-
ηνωμένος
-
αποτυχημένος
-
αποξηραμένος
-
αγχωμένος
-
απομονώνω
-
απομονώσω
)
Συνώνυμα
μοναχικός
αποκλεισμένος
αποσυνδεδεμένος
3
Αντώνυμα
ενωμένος
συνδεδεμένος
κοινωνικός
3
Ορισμός
που βρίσκεται μακριά από άλλους ή απομακρύνεται από την κοινωνία
που δεν έχει επαφή με άλλους ή με το περιβάλλον του
2
Παραδείγματα
Ο παππούς μου ζει σε ένα απομονωμένο σπίτι στο βουνό.
Μετά το ατύχημα, ένιωθε πολύ απομονωμένος από τους φίλους του.
2