1. Λέξη
    απομονώνω (ρήμα) - (παρόμοια: απομονώσω - απομένω - αποβιώνω - απομονωμένος)
  2. Συνώνυμα
    • αποκλείω
    • διαχωρίζω
    • ξεχωρίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ενώνω
    • συνδέω
    • ενοποιώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να βάζω κάποιον ή κάτι σε απόμακρη ή απομονωμένη θέση.
    • Να διαχωρίζω κάποιον ή κάτι από τους άλλους, είτε φυσικά είτε ψυχολογικά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο γιατρός απομόνωσε τον ασθενή για να αποφύγει τη μετάδοση της λοίμωξης.
    • Μετά τη συζήτηση, απομονώθηκε στο δωμάτιό του και δεν μιλούσε με κανέναν.
    2