Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απορρίπτω (ρήμα) - (παρόμοια:
απορρίψω
-
απορροφώ
-
απορρίμματος
)
Συνώνυμα
αποδοκιμάζω
αρνούμαι
αποκλείω
3
Αντώνυμα
δέχομαι
επιτρέπω
εγκρίνω
3
Ορισμός
Να μην δέχεσαι κάτι ή κάποιον, να μην το αποδέχεσαι.
Να απορρίπτεις μια πρόταση, μια ιδέα ή μια προσφορά.
2
Παραδείγματα
Απορρίπτω την πρότασή σου γιατί δεν συμφωνώ με τις προϋποθέσεις.
Η επιτροπή απορρίπτει την αίτησή σου για χρηματοδότηση.
2