Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απορρίψω (ρήμα) - (παρόμοια:
απορρίπτω
-
απορροφώ
-
απορρίμματος
-
απορώ
)
Συνώνυμα
απαρνιέμαι
αποκρούω
αποδοκιμάζω
3
Αντώνυμα
αποδέχομαι
εγκρίνω
επικυρώνω
3
Ορισμός
Να μην δέχεσαι κάτι ή κάποιον, να το απορρίπτεις.
Να μην δίνεις την έγκρισή σου σε μια πρόταση ή ιδέα.
Να απομακρύνεις κάτι ως μη αποδεκτό.
3
Παραδείγματα
Απορρίφθηκε η πρότασή μου για αύξηση του προϋπολογισμού.
Ο δικαστής απορρίπτει τα επιχειρήματα της υπεράσπισης.
Απορρίψαμε την ιδέα του ταξιδιού λόγω του υψηλού κόστους.
3