1. Λέξη
    απορρίψω (ρήμα) - (παρόμοια: απορρίπτω - απορροφώ - απορρίμματος - απορώ)
  2. Συνώνυμα
    • απαρνιέμαι
    • αποκρούω
    • αποδοκιμάζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποδέχομαι
    • εγκρίνω
    • επικυρώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να μην δέχεσαι κάτι ή κάποιον, να το απορρίπτεις.
    • Να μην δίνεις την έγκρισή σου σε μια πρόταση ή ιδέα.
    • Να απομακρύνεις κάτι ως μη αποδεκτό.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Απορρίφθηκε η πρότασή μου για αύξηση του προϋπολογισμού.
    • Ο δικαστής απορρίπτει τα επιχειρήματα της υπεράσπισης.
    • Απορρίψαμε την ιδέα του ταξιδιού λόγω του υψηλού κόστους.
    3