Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απορροφώ (ρήμα) - (παρόμοια:
απορροφηθώ
-
απορροφήσω
-
απορροφημένος
-
απορρίψω
-
απορώ
-
απορρίπτω
)
Συνώνυμα
απορροφάω
απορροφώμαι
απορροφώμενος
3
Αντώνυμα
απορρίπτω
απωθώ
διώχνω
3
Ορισμός
Να απορροφάται ή να απορροφώ κάτι, να απορροφώ υγρό ή αέριο.
Να απορροφώ την προσοχή ή το ενδιαφέρον κάποιου.
2
Παραδείγματα
Το σφουγγάρι απορροφά το νερό από το πάτωμα.
Η διάλεξη απορροφούσε την προσοχή των φοιτητών.
2