1. Λέξη
    απορροφώ (ρήμα) - (παρόμοια: απορροφηθώ - απορροφήσω - απορροφημένος - απορρίψω - απορώ - απορρίπτω)
  2. Συνώνυμα
    • απορροφάω
    • απορροφώμαι
    • απορροφώμενος
    3
  3. Αντώνυμα
    • απορρίπτω
    • απωθώ
    • διώχνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να απορροφάται ή να απορροφώ κάτι, να απορροφώ υγρό ή αέριο.
    • Να απορροφώ την προσοχή ή το ενδιαφέρον κάποιου.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το σφουγγάρι απορροφά το νερό από το πάτωμα.
    • Η διάλεξη απορροφούσε την προσοχή των φοιτητών.
    2