1. Λέξη
    απορροφήσω (ρήμα) - (παρόμοια: απορροφώ - απορροφηθώ - απορροφημένος)
  2. Συνώνυμα
    • απορροφώ
    • απορροφάω
    • απορροφήσω
    • απορροφή
    4
  3. Αντώνυμα
    • απελευθερώνω
    • αποβάλλω
    • απορρίπτω
    3
  4. Ορισμός
    • Να απορροφήσω κάτι σημαίνει να το απορροφήσω ή να το απορροφήσω, να το απορροφήσω ή να το απορροφήσω.
    • Να απορροφήσω κάτι σημαίνει να το απορροφήσω ή να το απορροφήσω, να το απορροφήσω ή να το απορροφήσω.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το έδαφος μπορεί να απορροφήσει μεγάλες ποσότητες νερού.
    • Ο οργανισμός μου απορροφά τα θρεπτικά συστατικά από το φαγητό.
    2