Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απορροφήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
απορροφώ
-
απορροφηθώ
-
απορροφημένος
)
Συνώνυμα
απορροφώ
απορροφάω
απορροφήσω
απορροφή
4
Αντώνυμα
απελευθερώνω
αποβάλλω
απορρίπτω
3
Ορισμός
Να απορροφήσω κάτι σημαίνει να το απορροφήσω ή να το απορροφήσω, να το απορροφήσω ή να το απορροφήσω.
Να απορροφήσω κάτι σημαίνει να το απορροφήσω ή να το απορροφήσω, να το απορροφήσω ή να το απορροφήσω.
2
Παραδείγματα
Το έδαφος μπορεί να απορροφήσει μεγάλες ποσότητες νερού.
Ο οργανισμός μου απορροφά τα θρεπτικά συστατικά από το φαγητό.
2