Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απορροφημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
απορροφηθώ
-
απορροφώ
-
αποτυχημένος
-
απωθημένος
-
απορροφήσω
-
αποκομμένος
)
Συνώνυμα
απορροφητικός
απορροφών
απορροφημένος
3
Αντώνυμα
απορροφητικός
εκροφητικός
εκροφών
3
Ορισμός
Που έχει απορροφηθεί ή απορροφάται.
Που έχει ενσωματωθεί ή απορροφηθεί πλήρως.
Που έχει απορροφηθεί από κάτι άλλο.
3
Παραδείγματα
Το νερό απορροφήθηκε γρήγορα από την σπόγγο.
Ήταν τόσο απορροφημένος στη δουλειά του που δεν άκουγε κανέναν.
Τα φώτα απορροφήθηκαν από το σκοτάδι.
3