1. Λέξη
    απορροφημένος (επίθετο) - (παρόμοια: απορροφηθώ - απορροφώ - αποτυχημένος - απωθημένος - απορροφήσω - αποκομμένος)
  2. Συνώνυμα
    • απορροφητικός
    • απορροφών
    • απορροφημένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • απορροφητικός
    • εκροφητικός
    • εκροφών
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει απορροφηθεί ή απορροφάται.
    • Που έχει ενσωματωθεί ή απορροφηθεί πλήρως.
    • Που έχει απορροφηθεί από κάτι άλλο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το νερό απορροφήθηκε γρήγορα από την σπόγγο.
    • Ήταν τόσο απορροφημένος στη δουλειά του που δεν άκουγε κανέναν.
    • Τα φώτα απορροφήθηκαν από το σκοτάδι.
    3