Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποσύρω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποσύρομαι
-
αποσπώ
-
αποσύνδεση
-
αποσύνθεση
)
Συνώνυμα
ανακαλώ
ανακτώ
απομακρύνω
3
Αντώνυμα
προσθέτω
συμπεριλαμβάνω
εμπλέκω
3
Ορισμός
Να παίρνω κάτι πίσω που είχε δοθεί ή ειπωθεί.
Να απομακρύνομαι από μια θέση ή κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Αποσύρω την πρότασή μου λόγω έλλειψης συμφωνίας.
Ο στρατός αποσύρθηκε από τα σύνορα.
2