1. Λέξη
    αποσύρω (ρήμα) - (παρόμοια: αποσύρομαι - αποσπώ - αποσύνδεση - αποσύνθεση)
  2. Συνώνυμα
    • ανακαλώ
    • ανακτώ
    • απομακρύνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • προσθέτω
    • συμπεριλαμβάνω
    • εμπλέκω
    3
  4. Ορισμός
    • Να παίρνω κάτι πίσω που είχε δοθεί ή ειπωθεί.
    • Να απομακρύνομαι από μια θέση ή κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αποσύρω την πρότασή μου λόγω έλλειψης συμφωνίας.
    • Ο στρατός αποσύρθηκε από τα σύνορα.
    2