Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποσυνδέομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
συνδέομαι
-
αποσυντίθεμαι
-
αποσύρομαι
-
απολύομαι
)
Συνώνυμα
αποσυνδέω
αποσυνδέομαι
αποσυνδέεσαι
αποσυνδέονται
4
Αντώνυμα
συνδέομαι
συνδέω
συνδέεσαι
συνδέονται
4
Ορισμός
Να διακόπτω τη σύνδεση με κάτι ή κάποιον.
Να σταματάω να είμαι συνδεδεμένος με ένα δίκτυο ή μια συσκευή.
Να διακόπτω την επικοινωνία ή τη σχέση με κάποιον.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να αποσυνδεθώ από το διαδίκτυο για να ξεκουραστώ.
Αποσυνδέθηκε από το δίκτυο λόγω προβλήματος σύνδεσης.
Μετά τη συζήτηση, αποσυνδέθηκε από την κλήση.
3