1. Λέξη
    αποσυνδέομαι (ρήμα) - (παρόμοια: συνδέομαι - αποσυντίθεμαι - αποσύρομαι - απολύομαι)
  2. Συνώνυμα
    • αποσυνδέω
    • αποσυνδέομαι
    • αποσυνδέεσαι
    • αποσυνδέονται
    4
  3. Αντώνυμα
    • συνδέομαι
    • συνδέω
    • συνδέεσαι
    • συνδέονται
    4
  4. Ορισμός
    • Να διακόπτω τη σύνδεση με κάτι ή κάποιον.
    • Να σταματάω να είμαι συνδεδεμένος με ένα δίκτυο ή μια συσκευή.
    • Να διακόπτω την επικοινωνία ή τη σχέση με κάποιον.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να αποσυνδεθώ από το διαδίκτυο για να ξεκουραστώ.
    • Αποσυνδέθηκε από το δίκτυο λόγω προβλήματος σύνδεσης.
    • Μετά τη συζήτηση, αποσυνδέθηκε από την κλήση.
    3