Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποτελώ (ρήμα) - (παρόμοια:
αποτελειώσω
-
αποτελούμαι
-
αποτελειώνω
-
αποτεφρώ
-
αποτελεσματικά
)
Συνώνυμα
συνθέτω
συγκροτώ
απαρτίζω
3
Αντώνυμα
διαλύω
αποσυνθέτω
2
Ορισμός
Να είμαι μέρος ενός συνόλου ή να συμβάλλω στη δημιουργία κάποιου πράγματος.
Να αποτελώ την ουσία ή το κύριο χαρακτηριστικό κάποιου πράγματος.
2
Παραδείγματα
Οι μαθητές αποτελούν το κύριο κοινό του σχολείου.
Η ειλικρίνεια αποτελεί βασικό στοιχείο της φιλίας.
2