Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποτελειώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποτελειώνω
-
τελειώσω
-
αποτελώ
)
Συνώνυμα
ολοκληρώνω
τελειώνω
εκτελώ
καταλήγω
4
Αντώνυμα
ξεκινώ
αρχίζω
εγκαινιάζω
3
Ορισμός
Να φέρω κάτι στο τέλος του, να ολοκληρώσω μια ενέργεια ή μια διαδικασία.
Να κάνω κάτι πλήρες ή να το φέρω σε κατάσταση ολοκλήρωσης.
2
Παραδείγματα
Πρέπει να αποτελειώσω αυτήν την εργασία πριν το απόγευμα.
Μετά από ώρες δουλειάς, κατάφερα να αποτελειώσω το πρότζεκτ.
2