1. Λέξη
    αποτελειώσω (ρήμα) - (παρόμοια: αποτελειώνω - τελειώσω - αποτελώ)
  2. Συνώνυμα
    • ολοκληρώνω
    • τελειώνω
    • εκτελώ
    • καταλήγω
    4
  3. Αντώνυμα
    • ξεκινώ
    • αρχίζω
    • εγκαινιάζω
    3
  4. Ορισμός
    • Να φέρω κάτι στο τέλος του, να ολοκληρώσω μια ενέργεια ή μια διαδικασία.
    • Να κάνω κάτι πλήρες ή να το φέρω σε κατάσταση ολοκλήρωσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να αποτελειώσω αυτήν την εργασία πριν το απόγευμα.
    • Μετά από ώρες δουλειάς, κατάφερα να αποτελειώσω το πρότζεκτ.
    2