Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ανατρέπω (ρήμα) - (παρόμοια:
ανατρέφω
-
αποτρέπω
-
ανατροφή
-
ανατροπή
-
μετατρέπω
)
Συνώνυμα
αναιρώ
ακυρώνω
καταλύω
3
Αντώνυμα
επιβεβαιώνω
εγκρίνω
εδραιώνω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι να πάψει να ισχύει ή να υπάρχει, συνήθως με επίσημο ή νομικό τρόπο.
Αλλάζω ριζικά μια κατάσταση ή μια τάξη πραγμάτων.
2
Παραδείγματα
Το δικαστήριο αναέτρεψε την προηγούμενη απόφαση.
Η νέα ανακάλυψη ανατρέπει όλα όσα πιστεύαμε μέχρι τώρα.
2