1. Λέξη
    ανατρέπω (ρήμα) - (παρόμοια: ανατρέφω - αποτρέπω - ανατροφή - ανατροπή - μετατρέπω)
  2. Συνώνυμα
    • αναιρώ
    • ακυρώνω
    • καταλύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • επιβεβαιώνω
    • εγκρίνω
    • εδραιώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι να πάψει να ισχύει ή να υπάρχει, συνήθως με επίσημο ή νομικό τρόπο.
    • Αλλάζω ριζικά μια κατάσταση ή μια τάξη πραγμάτων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το δικαστήριο αναέτρεψε την προηγούμενη απόφαση.
    • Η νέα ανακάλυψη ανατρέπει όλα όσα πιστεύαμε μέχρι τώρα.
    2