Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποτυπώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
τυπώνω
-
αποτυγχάνω
-
αποτελειώνω
-
αποβιώνω
-
αποτυχία
)
Συνώνυμα
καταγράφω
αναπαριστάνω
απεικονίζω
3
Αντώνυμα
διαγράφω
σβήνω
ξεχνώ
3
Ορισμός
Καταγράφω ή αναπαριστώ κάτι με ακρίβεια.
Εκτυπώνω ή αφήνω ένα σημάδι σε μια επιφάνεια.
2
Παραδείγματα
Ο φωτογράφος κατάφερε να αποτυπώσει τη στιγμή με απίστευτη λεπτομέρεια.
Το παπούτσι του αποτύπωσε τα ίχνη του στο βρεγμένο τσιμέντο.
2