1. Λέξη
    αποφεύγω (ρήμα) - (παρόμοια: αποφύγω - αποφεύγουμε - φεύγω - αποφευχθώ)
  2. Συνώνυμα
    • απομακρύνομαι
    • αποφυγή
    • αποφεύγω
    3
  3. Αντώνυμα
    • προσεγγίζω
    • αντιμετωπίζω
    2
  4. Ορισμός
    • Εκτελώ ενέργειες για να μην αντιμετωπίσω κάτι δυσάρεστο ή επικίνδυνο.
    • Μετακινώ τον εαυτό μου μακριά από κάτι που θεωρώ επικίνδυνο ή δυσάρεστο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αποφεύγω να περπατώ μόνος το βράδυ σε σκοτεινά σοκάκια.
    • Προσπαθώ να αποφεύγω τις συζητήσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε καυγάδες.
    2