Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποφεύγω (ρήμα) - (παρόμοια:
αποφύγω
-
αποφεύγουμε
-
φεύγω
-
αποφευχθώ
)
Συνώνυμα
απομακρύνομαι
αποφυγή
αποφεύγω
3
Αντώνυμα
προσεγγίζω
αντιμετωπίζω
2
Ορισμός
Εκτελώ ενέργειες για να μην αντιμετωπίσω κάτι δυσάρεστο ή επικίνδυνο.
Μετακινώ τον εαυτό μου μακριά από κάτι που θεωρώ επικίνδυνο ή δυσάρεστο.
2
Παραδείγματα
Αποφεύγω να περπατώ μόνος το βράδυ σε σκοτεινά σοκάκια.
Προσπαθώ να αποφεύγω τις συζητήσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε καυγάδες.
2