1. Λέξη
    αποχωριστώ (ρήμα) - (παρόμοια: αποχωρώ - αποφασιστώ - αποκαθιστώ - αποχωρήσετε)
  2. Συνώνυμα
    • χωρίζω
    • ξεχωρίζω
    • διαχωρίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ενώνω
    • συνδέω
    • συμμαζεύω
    3
  4. Ορισμός
    • Να χωρίζω κάτι ή κάποιον από κάτι άλλο.
    • Να απομακρύνομαι από κάποιον ή κάτι, συχνά με συναισθηματική δυσκολία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αποχώρισε τα ρούχα του σε αυτά που θα πάρει και σε αυτά που θα αφήσει.
    • Μετά από χρόνια γάμου, αποφάσισαν να αποχωριστούν.
    2