1. Συνώνυμα
    • αποφασιστικός
    • ενεργητικός
    • ορμητικός
    3
  2. Αντώνυμα
    • διστακτικός
    • αβέβαιος
    • αποφασιστικός
    3
  3. Ορισμός
    • Που δείχνει αποφασιστικότητα ή σθεναρότητα στη λήψη αποφάσεων.
    • Που χαρακτηρίζεται από σιγουριά και αποφασιστικότητα.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο πρόεδρος έδειξε αποφασιστή στάση απέναντι στο ζήτημα.
    • Η αποφασιστή του κίνηση έσωσε την εταιρεία από την πτώχευση.
    2