Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αποκαθιστώ (ρήμα) - (παρόμοια:
καθιστώ
-
αντικαθιστώ
-
εγκαθιστώ
-
αποκτώ
-
αποφασιστώ
-
αποχωριστώ
-
αποκαλώ
)
Συνώνυμα
επανεγκαθιστώ
ανακαθιστώ
αποκαθαρίζω
3
Αντώνυμα
καταστρέφω
χαλώ
αποδιοργανώνω
3
Ορισμός
Επαναφέρω κάτι στην αρχική του κατάσταση.
Καθαρίζω ή απομακρύνω βρωμιά ή ακαθαρσίες.
Επαναφέρω κάποιον σε θέση ή αξίωμα που είχε στο παρελθόν.
3
Παραδείγματα
Μετά την πλημμύρα, αποκατέστησαν το σπίτι στην αρχική του κατάσταση.
Ο νέος πρόεδρος αποκατέστησε την τάξη στην εταιρεία.
Αποκαθιστώ τα παλιά έπιπλα για να ξαναχρησιμοποιηθούν.
3