1. Λέξη
    αποκαθιστώ (ρήμα) - (παρόμοια: καθιστώ - αντικαθιστώ - εγκαθιστώ - αποκτώ - αποφασιστώ - αποχωριστώ - αποκαλώ)
  2. Συνώνυμα
    • επανεγκαθιστώ
    • ανακαθιστώ
    • αποκαθαρίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • καταστρέφω
    • χαλώ
    • αποδιοργανώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Επαναφέρω κάτι στην αρχική του κατάσταση.
    • Καθαρίζω ή απομακρύνω βρωμιά ή ακαθαρσίες.
    • Επαναφέρω κάποιον σε θέση ή αξίωμα που είχε στο παρελθόν.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Μετά την πλημμύρα, αποκατέστησαν το σπίτι στην αρχική του κατάσταση.
    • Ο νέος πρόεδρος αποκατέστησε την τάξη στην εταιρεία.
    • Αποκαθιστώ τα παλιά έπιπλα για να ξαναχρησιμοποιηθούν.
    3