1. Λέξη
    απόλαυση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: απόλυση - απόφυση - απόκρουση)
  2. Συνώνυμα
    • ευχαρίστηση
    • χαρά
    • ευτυχία
    3
  3. Αντώνυμα
    • δυσφορία
    • δυσαρέσκεια
    • ταλαιπωρία
    3
  4. Ορισμός
    • Η αίσθηση της ικανοποίησης και της ευχαρίστησης που προέρχεται από κάτι ευχάριστο.
    • Η απόλαυση μπορεί να αναφέρεται στη γευστική ευχαρίστηση, αλλά και σε ψυχική ή συναισθηματική ικανοποίηση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η απόλαυση του καλού φαγητού είναι ανεκτίμητη.
    • Η απόλαυση της μουσικής τον έκανε να ξεχάσει τα προβλήματά του.
    2