1. Λέξη
    απόκρουση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: απόκριση - απόλυση - απόφυση - απόκριες - απόλαυση - απόκρυψη - απόκτηση - απόκλιση)
  2. Συνώνυμα
    • απώθηση
    • ανακοπή
    • αποτροπή
    3
  3. Αντώνυμα
    • προσέλκυση
    • έλξη
    • προσδοκία
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να αποκρούει κάποιος κάτι, συνήθως μια επίθεση ή μια απειλή.
    • Η αντίσταση που δημιουργείται σε μια κίνηση ή μια δύναμη.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η απόκρουση της εχθρικής επίθεσης ήταν επιτυχής.
    • Το υλικό έχει υψηλή απόκρουση στις υψηλές θερμοκρασίες.
    2