Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απόκρουση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
απόκριση
-
απόλυση
-
απόφυση
-
απόκριες
-
απόλαυση
-
απόκρυψη
-
απόκτηση
-
απόκλιση
)
Συνώνυμα
απώθηση
ανακοπή
αποτροπή
3
Αντώνυμα
προσέλκυση
έλξη
προσδοκία
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να αποκρούει κάποιος κάτι, συνήθως μια επίθεση ή μια απειλή.
Η αντίσταση που δημιουργείται σε μια κίνηση ή μια δύναμη.
2
Παραδείγματα
Η απόκρουση της εχθρικής επίθεσης ήταν επιτυχής.
Το υλικό έχει υψηλή απόκρουση στις υψηλές θερμοκρασίες.
2