1. Λέξη
    απόσπασμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: απόσπαση - απόβρασμα - απόστημα - ξέσπασμα)
  2. Συνώνυμα
    • κομμάτι
    • τμήμα
    • αποκομμένο
    • απόσπασμα
    4
  3. Αντώνυμα
    • ολότητα
    • σύνολο
    2
  4. Ορισμός
    • Ένα μικρό τμήμα ή κομμάτι από ένα μεγαλύτερο κείμενο, έργο ή πληροφορία.
    • Ένα αποκομμένο μέρος από κάτι, που χρησιμοποιείται για να δείξει ή να αναφερθεί σε κάτι άλλο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το απόσπασμα από το ποίημα ήταν τόσο συγκινητικό που το απομνημόνευσα.
    • Ο δάσκαλος μας ζήτησε να διαβάσουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο για την εργασία μας.
    2