Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απόσπασμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
απόσπαση
-
απόβρασμα
-
απόστημα
-
ξέσπασμα
)
Συνώνυμα
κομμάτι
τμήμα
αποκομμένο
απόσπασμα
4
Αντώνυμα
ολότητα
σύνολο
2
Ορισμός
Ένα μικρό τμήμα ή κομμάτι από ένα μεγαλύτερο κείμενο, έργο ή πληροφορία.
Ένα αποκομμένο μέρος από κάτι, που χρησιμοποιείται για να δείξει ή να αναφερθεί σε κάτι άλλο.
2
Παραδείγματα
Το απόσπασμα από το ποίημα ήταν τόσο συγκινητικό που το απομνημόνευσα.
Ο δάσκαλος μας ζήτησε να διαβάσουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο για την εργασία μας.
2