Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αργοπορία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αργοπορώ
-
απορία
-
αργοπορημένος
)
Συνώνυμα
βραδύτητα
αργή κίνηση
καθυστέρηση
3
Αντώνυμα
ταχύτητα
γρηγοράδα
επιτυχία
3
Ορισμός
Η ποιότητα του να είναι κάποιος ή κάτι αργός, η έλλειψη ταχύτητας.
Μια καθυστερημένη εξέλιξη ή πρόοδος σε μια διαδικασία.
2
Παραδείγματα
Η αργοπορία του δρομέα έκανε την ομάδα να χάσει τον αγώνα.
Η αργοπορία στην απονομή δικαιοσύνης δημιούργησε δυσαρέσκεια στους πολίτες.
2