1. Λέξη
    αργοπορώ (ρήμα) - (παρόμοια: αργοπορία - αργοπορημένος - απορώ)
  2. Συνώνυμα
    • βραδύνω
    • χρονοτριβώ
    • καθυστερώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • επισπεύδω
    • σπεύδω
    • βιάζομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι με αργούς ρυθμούς ή με καθυστέρηση.
    • Δεν προχωράω γρήγορα σε μια ενέργεια ή διαδικασία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αργοπορώ να πάρω την απόφαση γιατί φοβάμαι τις συνέπειες.
    • Μην αργοπορείς, η δουλειά πρέπει να τελειώσει σήμερα.
    2