1. Λέξη
    απορώ (ρήμα) - (παρόμοια: αποδρώ - απορία - αποχωρώ - αποτεφρώ - απορρίψω - απορροφώ - αργοπορώ)
  2. Συνώνυμα
    • αμφιβάλλω
    • δυσκολεύομαι να καταλάβω
    • είμαι σε σύγχυση
    3
  3. Αντώνυμα
    • καταλαβαίνω
    • είμαι σίγουρος
    • είμαι βέβαιος
    3
  4. Ορισμός
    • Νιώθω σύγχυση ή δυσκολία στην κατανόηση κάτι.
    • Δεν μπορώ να εξηγήσω ή να καταλάβω κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Απορώ πώς κατάφερε να φτάσει τόσο γρήγορα.
    • Απορώ γιατί δεν μου είπε τίποτα για αυτό το θέμα.
    2