Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
απορώ (ρήμα) - (παρόμοια:
αποδρώ
-
απορία
-
αποχωρώ
-
αποτεφρώ
-
απορρίψω
-
απορροφώ
-
αργοπορώ
)
Συνώνυμα
αμφιβάλλω
δυσκολεύομαι να καταλάβω
είμαι σε σύγχυση
3
Αντώνυμα
καταλαβαίνω
είμαι σίγουρος
είμαι βέβαιος
3
Ορισμός
Νιώθω σύγχυση ή δυσκολία στην κατανόηση κάτι.
Δεν μπορώ να εξηγήσω ή να καταλάβω κάτι.
2
Παραδείγματα
Απορώ πώς κατάφερε να φτάσει τόσο γρήγορα.
Απορώ γιατί δεν μου είπε τίποτα για αυτό το θέμα.
2