Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αρραβωνιάζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
αρραβωνιάζω
-
αρραβωνιαστώ
)
Συνώνυμα
προσφέρω αρραβώνα
υπόσχομαι
δεσμεύομαι
3
Αντώνυμα
αποσύρομαι
αποποιούμαι
αποκηρύσσω
3
Ορισμός
Υπόσχομαι να παντρευτώ κάποιον, συνήθως με επίσημο τρόπο.
Δέχομαι ή προσφέρω αρραβώνα ως ένδειξη σοβαρότητας για ένα μελλοντικό γάμο.
2
Παραδείγματα
Ο Γιάννης και η Μαρία αρραβωνιάστηκαν πέρυσι το καλοκαίρι.
Μετά από τρία χρόνια σχέσης, αποφάσισαν να αρραβωνιαστούν.
2