Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αρραβωνιαστώ (ρήμα) - (παρόμοια:
αρραβωνιαστικιά
-
αρραβωνιαστικός
-
αρραβωνιασμένος
-
αρραβωνιάζω
-
αρραβωνιάζομαι
)
Συνώνυμα
διαβεβαιώνω
υποσχέομαι
εγγυώμαι
3
Αντώνυμα
αποσύρομαι
αποποιούμαι
2
Ορισμός
Υπόσχομαι κάτι με σοβαρότητα και δέσμευση.
Δίνω λόγο τιμής ότι θα κάνω κάτι.
2
Παραδείγματα
Της αρραβωνιάστηκε ότι θα την παντρευτεί.
Ο υπουργός αρραβωνιάστηκε ότι θα λύσει το πρόβλημα.
2