Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αρραβωνιάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
αρραβωνιάζομαι
-
αρραβωνιαστώ
-
αρραβωνιαστικιά
-
αρραβωνιαστικός
-
αρραβωνιασμένος
)
Συνώνυμα
δροσίζω
βρέχω
ραντίζω
3
Αντώνυμα
στεγνώνω
αφυδατώνω
2
Ορισμός
Να ραντίζω με νερό ή άλλο υγρό.
Να βρέχω ελαφρά.
2
Παραδείγματα
Αρραβώνιαζε τα λουλούδια του κήπου κάθε πρωί.
Ο αγρότης αρραβωνιάζει τα χωράφια του για να μεγαλώσουν καλά τα φυτά.
2