Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
θαυματοποιός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
θαυματουργός
-
θαυμαστός
-
αρτοποιός
-
θαυμασμός
)
Συνώνυμα
μαγικός
γοητευτής
μάγος
3
Αντώνυμα
κοινός
ασήμαντος
απλός
3
Ορισμός
Πρόσωπο που εκτελεί θαυμαστές πράξεις ή μαγικά τρικ.
Κάποιος που προκαλεί έκπληξη ή θαυμασμό με τις ικανότητές του.
2
Παραδείγματα
Ο θαυματοποιός έκανε να εξαφανιστεί ένα νόμισμα μπροστά στα μάτια μας.
Στο πάρτι, ένας θαυματοποιός διασκέδασε τα παιδιά με τα μαγικά του τρικ.
2