1. Λέξη
    θαυματοποιός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: θαυματουργός - θαυμαστός - αρτοποιός - θαυμασμός)
  2. Συνώνυμα
    • μαγικός
    • γοητευτής
    • μάγος
    3
  3. Αντώνυμα
    • κοινός
    • ασήμαντος
    • απλός
    3
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που εκτελεί θαυμαστές πράξεις ή μαγικά τρικ.
    • Κάποιος που προκαλεί έκπληξη ή θαυμασμό με τις ικανότητές του.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο θαυματοποιός έκανε να εξαφανιστεί ένα νόμισμα μπροστά στα μάτια μας.
    • Στο πάρτι, ένας θαυματοποιός διασκέδασε τα παιδιά με τα μαγικά του τρικ.
    2