1. Λέξη
    αρχίδι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αρχίζω - αρχίσω - αρχίσαν)
  2. Συνώνυμα
    • όρχεις
    • μαλάκας
    2
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Ανδρικό γεννητικό όργανο.
    • Χυδαία έκφραση για τον άνδρα γεννητικό όργανο.
    • Χυδαία προσβολή που χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ανόητο ή αντιπαθή.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο γιατρός εξέτασε τα αρχίδια του ασθενούς.
    • Μην είσαι αρχίδι, βοήθησέ με λίγο!
    • Είναι ένα μεγάλο αρχίδι, πάντα δημιουργεί προβλήματα.
    3