Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αρχίδι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αρχίζω
-
αρχίσω
-
αρχίσαν
)
Συνώνυμα
όρχεις
μαλάκας
2
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Ανδρικό γεννητικό όργανο.
Χυδαία έκφραση για τον άνδρα γεννητικό όργανο.
Χυδαία προσβολή που χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ανόητο ή αντιπαθή.
3
Παραδείγματα
Ο γιατρός εξέτασε τα αρχίδια του ασθενούς.
Μην είσαι αρχίδι, βοήθησέ με λίγο!
Είναι ένα μεγάλο αρχίδι, πάντα δημιουργεί προβλήματα.
3