Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αρχίσω (ρήμα) - (παρόμοια:
αρχίσαν
-
αρχίσουμε
-
αρχίδι
-
αρχίζω
)
Συνώνυμα
ξεκινώ
προχωρώ
εγκαινιάζω
3
Αντώνυμα
σταματώ
τερματίζω
διακόπτω
3
Ορισμός
Να αρχίσω να κάνω κάτι, να ξεκινήσω μια ενέργεια ή μια διαδικασία.
1
Παραδείγματα
Αύριο θα αρχίσω τη νέα μου δουλειά.
Πότε θα αρχίσει η συναυλία;
Άρχισε να βρέχει από το πρωί.
3