Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αρχίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξαναρχίζω
-
αρχίδι
-
αρχίσω
-
αρχίσαν
)
Συνώνυμα
ξεκινώ
ανοίγω
εγκαινιάζω
3
Αντώνυμα
τελειώνω
σταματώ
κλείνω
3
Ορισμός
Να ξεκινάω κάτι, να δίνω την αρχή σε μια διαδικασία ή μια ενέργεια.
Να αρχίζω να κάνω κάτι, να μπαίνω σε μια νέα φάση ή κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Αρχίζω να διαβάζω το βιβλίο από αύριο.
Η συνάντηση αρχίζει στις 10 το πρωί.
2