Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αστροναύτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ναύτης
-
αστρονομία
-
αστρονόμος
-
πεζοναύτης
)
Συνώνυμα
διαστημικός ταξιδιώτης
κοσμοναύτης
2
Αντώνυμα
γήινος
1
Ορισμός
Άτομο που έχει εκπαιδευτεί για να ταξιδεύει και να εργάζεται στο διάστημα.
Μέλος του πληρώματος ενός διαστημικού σκάφους.
2
Παραδείγματα
Ο αστροναύτης περπάτησε στο φεγγάρι το 1969.
Οι αστροναύτες διεξάγουν πειράματα στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό.
2