1. Λέξη
    αστροναύτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ναύτης - αστρονομία - αστρονόμος - πεζοναύτης)
  2. Συνώνυμα
    • διαστημικός ταξιδιώτης
    • κοσμοναύτης
    2
  3. Αντώνυμα
    • γήινος
    1
  4. Ορισμός
    • Άτομο που έχει εκπαιδευτεί για να ταξιδεύει και να εργάζεται στο διάστημα.
    • Μέλος του πληρώματος ενός διαστημικού σκάφους.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αστροναύτης περπάτησε στο φεγγάρι το 1969.
    • Οι αστροναύτες διεξάγουν πειράματα στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό.
    2