1. Λέξη
    ναύτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πεζοναύτης - αστροναύτης)
  2. Συνώνυμα
    • μαρκοβιτζάρος
    • καραβοκύρης
    • περιπλανώμενος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ακίνητος
    • καθιστικός
    • απραγματοποίητος
    3
  4. Ορισμός
    • Άτομο που εργάζεται σε πλοίο, ιδίως ως μέλος του πληρώματος.
    • Άτομο που ταξιδεύει συχνά με πλοίο.
    • Στην αρχαία Ελλάδα, μέλος του πληρώματος πολεμικού πλοίου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο ναύτης έπλεε για μήνες μακριά από την οικογένειά του.
    • Ο παππούς μου ήταν ναύτης και ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο.
    • Στην αρχαία Αθήνα, οι ναύτες έπαιζαν σημαντικό ρόλο στις ναυτικές μάχες.
    3