Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ναύτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πεζοναύτης
-
αστροναύτης
)
Συνώνυμα
μαρκοβιτζάρος
καραβοκύρης
περιπλανώμενος
3
Αντώνυμα
ακίνητος
καθιστικός
απραγματοποίητος
3
Ορισμός
Άτομο που εργάζεται σε πλοίο, ιδίως ως μέλος του πληρώματος.
Άτομο που ταξιδεύει συχνά με πλοίο.
Στην αρχαία Ελλάδα, μέλος του πληρώματος πολεμικού πλοίου.
3
Παραδείγματα
Ο ναύτης έπλεε για μήνες μακριά από την οικογένειά του.
Ο παππούς μου ήταν ναύτης και ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο.
Στην αρχαία Αθήνα, οι ναύτες έπαιζαν σημαντικό ρόλο στις ναυτικές μάχες.
3