Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πεζοναύτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ναύτης
-
αστροναύτης
)
Συνώνυμα
ναυτόπεδο
στρατιώτης
πεζικός
3
Αντώνυμα
ναύτης
αεροπόρος
2
Ορισμός
Στρατιώτης που υπηρετεί σε ναυτικό σώμα και εκτελεί αποστολές σε ξηρά.
Μέλος του ναυτικού που εκπαιδεύεται για επιχειρήσεις σε ξηρά.
2
Παραδείγματα
Ο πεζοναύτης συμμετείχε στην αποστολή για την προστασία του λιμανιού.
Η μονάδα πεζοναυτών προετοιμάστηκε για την αποστολή στη ξηρά.
2