1. Λέξη
    πεζοναύτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ναύτης - αστροναύτης)
  2. Συνώνυμα
    • ναυτόπεδο
    • στρατιώτης
    • πεζικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ναύτης
    • αεροπόρος
    2
  4. Ορισμός
    • Στρατιώτης που υπηρετεί σε ναυτικό σώμα και εκτελεί αποστολές σε ξηρά.
    • Μέλος του ναυτικού που εκπαιδεύεται για επιχειρήσεις σε ξηρά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πεζοναύτης συμμετείχε στην αποστολή για την προστασία του λιμανιού.
    • Η μονάδα πεζοναυτών προετοιμάστηκε για την αποστολή στη ξηρά.
    2