Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ατυχής (επίθετο) - (παρόμοια:
ατυχία
-
ευτυχής
)
Συνώνυμα
δυστυχής
άτυχος
κακότυχος
3
Αντώνυμα
τυχερός
ευτυχής
καλότυχος
3
Ορισμός
Που έχει δυσάρεστα αποτελέσματα ή συνέπειες.
Που στερείται καλοτυχίας ή ευτυχίας.
Που χαρακτηρίζεται από κακή τύχη ή δυστυχία.
3
Παραδείγματα
Έκανε μια ατυχή κίνηση και έπεσε.
Ο ατυχής αθλητής τραυματίστηκε σοβαρά κατά τη διάρκεια του αγώνα.
Η ατυχής επιλογή του χρόνου οδήγησε σε αποτυχία του σχεδίου.
3