1. Λέξη
    ατυχία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αποτυχία - ατυχής - ευτυχία)
  2. Συνώνυμα
    • δυστυχία
    • κακοτυχία
    • αποτυχία
    3
  3. Αντώνυμα
    • τυχη
    • ευτυχία
    • επιτυχία
    3
  4. Ορισμός
    • Η έλλειψη τύχης ή η κατάσταση κατά την οποία κάποιος δεν έχει τύχη.
    • Μια δυσάρεστη ή ανεπιθύμητη κατάσταση που προκαλείται από έλλειψη τύχης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ατυχία του ήταν να χάσει το λεωφορείο και να αργήσει στη δουλειά.
    • Έπεσε σε μεγάλη ατυχία όταν έσπασε το πόδι του λίγο πριν τον αγώνα.
    2