Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ατυχία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
αποτυχία
-
ατυχής
-
ευτυχία
)
Συνώνυμα
δυστυχία
κακοτυχία
αποτυχία
3
Αντώνυμα
τυχη
ευτυχία
επιτυχία
3
Ορισμός
Η έλλειψη τύχης ή η κατάσταση κατά την οποία κάποιος δεν έχει τύχη.
Μια δυσάρεστη ή ανεπιθύμητη κατάσταση που προκαλείται από έλλειψη τύχης.
2
Παραδείγματα
Η ατυχία του ήταν να χάσει το λεωφορείο και να αργήσει στη δουλειά.
Έπεσε σε μεγάλη ατυχία όταν έσπασε το πόδι του λίγο πριν τον αγώνα.
2