1. Λέξη
    ευτυχής (επίθετο) - (παρόμοια: πανευτυχής - ευτυχία - επιτυχής - ατυχής)
  2. Συνώνυμα
    • χαρούμενος
    • ευχαριστημένος
    • γενναιόδωρος
    3
  3. Αντώνυμα
    • δυστυχής
    • θλιμμένος
    • απογοητευμένος
    3
  4. Ορισμός
    • που χαίρεται, που είναι γεμάτος χαρά και ευτυχία
    • που δείχνει ή προκαλεί ευτυχία
    • που είναι ευνοημένος από την τύχη
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο παππούς μου είναι πολύ ευτυχής με τα εγγόνια του.
    • Μια ευτυχής στιγμή στη ζωή μου ήταν όταν πήρα το πτυχίο μου.
    • Η ευτυχής έκβαση της υπόθεσης μας έκανε όλους να χαμογελάσουν.
    3