Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αυθεντικός (επίθετο) - (παρόμοια:
αυθεντικότητα
-
αυθεντία
-
αμυντικός
-
ατλαντικός
-
αστικός
)
Συνώνυμα
γνήσιος
πραγματικός
αληθινός
3
Αντώνυμα
ψεύτικος
πλαστός
απομίμηση
3
Ορισμός
Που είναι γνήσιος και δεν έχει υποστεί καμία αλλοίωση ή παραποίηση.
Που χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια και έλλειψη προσποίησης.
2
Παραδείγματα
Η αυθεντική εμπειρία του ταξιδιού ήταν αξέχαστη.
Ένα αυθεντικό έργο τέχνης εκτίθεται στο μουσείο.
2