1. Λέξη
    αυθεντικός (επίθετο) - (παρόμοια: αυθεντικότητα - αυθεντία - αμυντικός - ατλαντικός - αστικός)
  2. Συνώνυμα
    • γνήσιος
    • πραγματικός
    • αληθινός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ψεύτικος
    • πλαστός
    • απομίμηση
    3
  4. Ορισμός
    • Που είναι γνήσιος και δεν έχει υποστεί καμία αλλοίωση ή παραποίηση.
    • Που χαρακτηρίζεται από ειλικρίνεια και έλλειψη προσποίησης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η αυθεντική εμπειρία του ταξιδιού ήταν αξέχαστη.
    • Ένα αυθεντικό έργο τέχνης εκτίθεται στο μουσείο.
    2