Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αφαιρώ (ρήμα) - (παρόμοια:
αφαιρέσω
-
αναιρώ
-
αφαιρούμαι
)
Συνώνυμα
απομακρύνω
αποσπώ
καταργώ
3
Αντώνυμα
προσθέτω
συνδέω
ενσωματώνω
3
Ορισμός
Να αφαιρέσω κάτι από κάποιον ή κάτι.
Να μειώσω ή να εξαλείψω κάτι.
2
Παραδείγματα
Θα αφαιρέσω το πλύσιμο από τη λίστα των καθηκόντων σου.
Ο γιατρός αφαίρεσε την πληγή με μεγάλη προσοχή.
2