Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αχθοφόρος (επίθετο) - (παρόμοια:
μισθοφόρος
-
αγγελιοφόρος
)
Συνώνυμα
φορτωμένος
βαρυσήμαντος
επιβαρής
3
Αντώνυμα
ελαφρός
ανέμελος
αβαρής
3
Ορισμός
που φέρει βάρος ή φορτίο
που προκαλεί ψυχική ή συναισθηματική καταπίεση
2
Παραδείγματα
Ο αχθοφόρος γαϊδούρος κουβαλούσε τα ξύλα στο χωριό.
Η αχθοφόρος ευθύνη του έργου τον είχε κουράσει.
2