1. Λέξη
    αχθοφόρος (επίθετο) - (παρόμοια: μισθοφόρος - αγγελιοφόρος)
  2. Συνώνυμα
    • φορτωμένος
    • βαρυσήμαντος
    • επιβαρής
    3
  3. Αντώνυμα
    • ελαφρός
    • ανέμελος
    • αβαρής
    3
  4. Ορισμός
    • που φέρει βάρος ή φορτίο
    • που προκαλεί ψυχική ή συναισθηματική καταπίεση
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αχθοφόρος γαϊδούρος κουβαλούσε τα ξύλα στο χωριό.
    • Η αχθοφόρος ευθύνη του έργου τον είχε κουράσει.
    2