1. Λέξη
    αγγελιοφόρος (ουσιαστικό) - (παρόμοια: αγγελιαφόρος - αγγελική - αγγελικός - αχθοφόρος)
  2. Συνώνυμα
    • αγγελιαφόρος
    • κυριευτής
    • αποστολέας
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποδέκτης
    • παραλήπτης
    2
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που μεταφέρει μηνύματα ή ανακοινώσεις.
    • Ανθρώπινο ή μηχανικό όργανο που μεταφέρει πληροφορίες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο αγγελιοφόρος έφερε τα νέα της νίκης.
    • Στην αρχαία Ελλάδα, οι αγγελιοφόροι ήταν πολύ σημαντικοί για την επικοινωνία.
    2