Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βάλω (ρήμα) - (παρόμοια:
βάλλω
-
βάλε
-
βγάλω
)
Συνώνυμα
τοποθετώ
βάζω
τοποθετώ
3
Αντώνυμα
αφαιρώ
βγάζω
2
Ορισμός
Τοποθετώ κάτι σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή θέση.
Εκτελώ μια ενέργεια ή μια διαδικασία.
2
Παραδείγματα
Θα βάλω το βιβλίο στο ράφι.
Πρέπει να βάλω τα ρούχα στο πλυντήριο.
2