1. Λέξη
    βάλω (ρήμα) - (παρόμοια: βάλλω - βάλε - βγάλω)
  2. Συνώνυμα
    • τοποθετώ
    • βάζω
    • τοποθετώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αφαιρώ
    • βγάζω
    2
  4. Ορισμός
    • Τοποθετώ κάτι σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή θέση.
    • Εκτελώ μια ενέργεια ή μια διαδικασία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα βάλω το βιβλίο στο ράφι.
    • Πρέπει να βάλω τα ρούχα στο πλυντήριο.
    2