1. Συνώνυμα
    • ρίχνω
    • πετώ
    • εκσφενδονίζω
    3
  2. Αντώνυμα
    • παίρνω
    • συλλέγω
    • κρατώ
    3
  3. Ορισμός
    • Να ρίχνω κάτι με δύναμη προς μια κατεύθυνση.
    • Να εκτοξεύω ένα αντικείμενο με σκοπό να χτυπήσει κάτι ή κάποιον.
    • Να τοποθετώ κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση ή κατάσταση.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο ποδοσφαιριστής έβαλε την μπάλα στο τέρμα.
    • Η μητέρα έβαλε τα ρούχα στο ντουλάπι.
    • Ο στρατιώτης έβαλε το βέλος στο τόξο και το έριξε.
    3