Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
βάλλω (ρήμα) - (παρόμοια:
βάλω
-
βάλε
-
υποβάλλω
-
αποβάλλω
-
εισβάλλω
-
αναβάλλω
-
επιβάλλω
-
προβάλλω
-
συμβάλλω
)
Συνώνυμα
ρίχνω
πετώ
εκσφενδονίζω
3
Αντώνυμα
παίρνω
συλλέγω
κρατώ
3
Ορισμός
Να ρίχνω κάτι με δύναμη προς μια κατεύθυνση.
Να εκτοξεύω ένα αντικείμενο με σκοπό να χτυπήσει κάτι ή κάποιον.
Να τοποθετώ κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση ή κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Ο ποδοσφαιριστής έβαλε την μπάλα στο τέρμα.
Η μητέρα έβαλε τα ρούχα στο ντουλάπι.
Ο στρατιώτης έβαλε το βέλος στο τόξο και το έριξε.
3